αναχαράζω

From LSJ
Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264

Greek Monolingual

(AM ἀναχαράσσω)
νεοελλ.
λέω λίγα λόγια αφήνοντας να υπονοηθούν περισσότερα
μσν.- νεοελλ.
(για ζώα) μηρυκάζω, αναμασώ την τροφή μου
αρχ.
1. αναξέω, διεγείρω
2. χαράζω πάλι, ξύνω πάλι
3. παράγω, γεννώ.