Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
(AM ἀναχαράσσω)
νεοελλ.
λέω λίγα λόγια αφήνοντας να υπονοηθούν περισσότερα
μσν.- νεοελλ.
(για ζώα) μηρυκάζω, αναμασώ την τροφή μου
αρχ.
1. αναξέω, διεγείρω
2. χαράζω πάλι, ξύνω πάλι
3. παράγω, γεννώ.