μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them
(AM ἀνεγείρω)χτίζω, οικοδομώμσν.(αμτβ.) παρακινούμαι, ενδυναμώνομαιαρχ.1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ κάποιον2. (μολπήν, κώμον) ξυπνώ, σηκώνω, αρχίζω3. εξεγείρω, ερεθίζω.