ανεπίκλητος
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
Greek Monolingual
(Α ἀνεπίκλητος, -ον)
αρχ.
μη ψεγόμενος, μη κατηγορούμενος για κάτι, ανεπίληπτος, άμεμπτος
νεοελλ.
ακάλεστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + επίκλητος (< επικαλώ «κατηγορώ») «αυτός που καλείται μπροστά στο δικαστήριο, ο κατηγορούμενος». Το νεοελλ. ανεπίκλητος χρησιμοποιήθηκε με διαφορετική σημασια
«ακάλεστος» (ανεπίκλητος δαιτυμών) και μαρτυρείται από το 1866 στον καθηγητή και συγγραφέα Αλέξανδρο Ρ. Ραγκαβή].