επικαλώ
ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)
Greek Monolingual
(AM ἐπικαλῶ, -έω)
μέσ. επικαλούμαι
1. κάνω έκκληση σε κάτι («σύνεσιν καὶ παιδείαν ἐπικαλούμενον», Δημοσθ.)
2. προσκαλώ ως μάρτυρες
3. παθ. παίρνω παρατσούκλι («Ἀριστόδημον τὸν μικρὸν ἐπικαλούμενον», Ξεν.)
4. (μέσ., στον αρχ. και ενεργ.) καλώ σε βοήθεια ή για προστασία (α. «ἐπικαλέω τοι τὴν θεόν», Ηρόδ.
β. «το Θιο μου επικαλέσθηκα, και μ’ άκουσε», Λασκαρ.)
νεοελλ.
μέσ. καταφεύγω σε κάτι για την υπεράσπισή μου, το χρησιμοποιώ προς όφελός μου («επικαλούμαι το άρθρο 100 του Ποινικού Νόμου»)
μσν.
ονομάζομαι
αρχ.
1. προσκαλώ τον θεό ως μάρτυρα σε όρκο μου («ἐπὶ δὲ κάλεσον Ἄρτεμιν», Αριστοφ.)
2. καλώ κάποιον να παρουσιαστεί, να προσέλθει («γέροντας ἐπὶ πλέονας καλέσαντες», Ομ. Οδ.)
3. (για τους εφόρους) καλώ μπροστά μου
4. μέσ. ζητώ επειγόντως, και ειδ. βοηθό, σύμμαχο («ἐπικαλέσασθαι τοὺς Αἰακίδας συμμάχους», Ηρόδ.)
5. μέσ. προκαλώ σε μάχη («ἤν... ἐπικαλέσωνται σφέας οἱ Περίνθιοι», Ηρόδ.)
6. καλώ με επώνυμο ή με παρωνύμιο, με παρατσούκλι, αποκαλώ
7. φέρω κατηγορία, κατηγορώ κάποιον («ἐπικαλοῦν
τες ἐπεργασίαν Μεγαρεῦσι», Θουκ.)
8. φιλονικώ με κάποιον («τοὺς ἐπικαλοῦντας ἀλλήλοις», Πλάτ.)
9. (το αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ.) ὁ ἐπικαλῶν
ο κατήγορος
10. (η παθ. μτχ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπικαλούμενα
α) ποσά που απαιτεί κάποιος
β) ποσά που κατηγορείται κάποιος ότι κατακρατεί.