ἀνήνωρ
Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst
English (LSJ)
ορος, ὁ,
A unmanly, Od.10.301; ἀνὴρ ἀνήνωρ a man of no manhood, Hes.Op.751. II childless, Hsch.
German (Pape)
[Seite 229] ορος (ἀνήρ), unmännlich, feig, Od. 10, 301. 341; ἀνὴρ ἀνήνωρ, ein Mann ohne Mannskraft, Hes. O. 749. Vgl. E. M. 108, 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνήνωρ: -ορος, ὁ, (ἀνήρ) ἄνανδρος, δειλός, Ὀδ. Κ. 301· ἀνὴρ ἀνήνωρ, ἀνὴρ ἄνευ ἀνδρότητος, ἀνίκανος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 751. ΙΙ. ἄτεκνος, «ἀνήνωρ· ᾧ (ἄρσενα;) τέκνα οὐ γίνεται, ἄτεκνος» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ορος;
adj. m.
qui n’est pas un homme, lâche.
Étymologie: ἀ, ἀνήρ.
English (Autenrieth)
ορος (ἀνήρ): unmanly, Od. 10.301 and 341.
Spanish (DGE)
-ορος, ὁ
1 que no es hombre, que no es viril μή σ' ἀπογυμνωθέντα κακὸν καὶ ἀνήνορα θήῃ Od.10.301, cf. 10.341, ὅ τ' ἀνέρ' ἀνήνορα ποιεῖ pues esto hace a un hombre no ser hombre Hes.Op.751.
2 que no tiene hijos Hsch.
Greek Monolingual
ἀνήνωρ, ο (Α) ανήρ
1. αυτός που δεν αρμόζει σε άνδρα
2. άνανδρος, δειλός.