ἀνθράκωμα

From LSJ
Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρᾰκωμα Medium diacritics: ἀνθράκωμα Low diacritics: ανθράκωμα Capitals: ΑΝΘΡΑΚΩΜΑ
Transliteration A: anthrákōma Transliteration B: anthrakōma Transliteration C: anthrakoma Beta Code: a)nqra/kwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A heap of charcoal, coal-fire, Dsc.Eup.1.45.

German (Pape)

[Seite 233] τό, Kohlenfeuer, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθράκωμα: τό, πῦρ ἐξ ἀνθράκων, ἔπειτα ὀπτηθεῖσα ἐπ’ ἀνθρακώματος Διοσκ. Περὶ Εὐπορίστ. 1. 48.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Prosodia: [-ᾰ-]
montón de carbón, fuego de carbón καδμεία λεπτὴ ... ὀπτηθεῖσα ἐπ' ἀνθρακώματος Dsc.Eup.1.45, cf. Hierocl.Facet.135.

Greek Monolingual

και αθράκωμα, το (Α ἀνθράκωμα)
νεοελλ.
1. απανθράκωση
2. το οίδημα άνθραξ
αρχ.
ανθρακιά, φωτιά από κάρβουνα.