ἀνθυποβάλλω

From LSJ
Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανεράwhat woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθυποβάλλω Medium diacritics: ἀνθυποβάλλω Low diacritics: ανθυποβάλλω Capitals: ΑΝΘΥΠΟΒΑΛΛΩ
Transliteration A: anthypobállō Transliteration B: anthypoballō Transliteration C: anthypovallo Beta Code: a)nqupoba/llw

English (LSJ)

   A bring objections in turn, retort, Aeschin.3.209.    II substitute fraudulently, Ph.2.630.

German (Pape)

[Seite 235] dagegen Einwendungen machen, Aesch. 3, 209.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθυποβάλλω: φέρω ἐνστάσεις τινί, ἀντερωτῶ, ὅταν ὑμᾶς ἐρωτᾷ ποῖ καταφύγω, ἄνδρες Ἀθηναῖοι; ... ἀνθυποβάλλετε αὐτῷ, ὁ δὲ δῆμος ὁ Ἀθηναίων ποῖ καταφύγῃ, Δημόσθενες; Αἰσχίν. 83 ἐν τέλ.

Spanish (DGE)

1 refutar c. dat. αὐτῷ Aeschin.3.209.
2 sustituir con fraude ζυγὸν ἄδικον Ph.2.630.

Greek Monolingual

ἀνθυποβάλλω)
1. υποβάλλω ένσταση, μηνύω, αντικρούω αυτόν που με έχει μηνύσει
2. υποκαθιστω με απάτη.