Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
-α, -ο
1. αυτός που εισάγεται από κάπου όπου προηγουμένως είχε εξαχθεῑ
2. το ουδ. ως ουσ. το αντιδάνειο
γλωσσ. λέξη ή στοιχείο γλώσσας που, αφού εισαχθεί σε άλλη γλώσσα ως δάνειο, επιστρέφει στην πρώτη.