αντίρροπος

From LSJ
Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀντίρροπος, -ον) αντιρρέπω
νεοελλ.
αυτός που ρέπει, που κλίνει προς το αντίθετο μέρος, προς την αντίθετη κατεύθυνση
αρχ.
1. αυτός που ενεργεί ως αντιστάθμισμα, που διατηρεί την ισορροπία σε κάτι
2. εξίσου βαρύς με κάποιον
3. ισοδύναμος με κάποιον.