απαράδοτος

From LSJ
Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που δεν παραδόθηκε, δεν κληροδοτήθηκε από την παράδοση
2. εκείνος ο οποίος δεν παραδόθηκε στον παραλήπτη («γράμμα απαράδοτο», «επιταγή απαράδοτη»)
3. όποιος δεν παραδίνεται, ο ισχυρόςκάστρο απαράδοτο»)
4. όποιος δεν έχει παραδοθεί, δεν έχει διδαχθεί («μάθημα απαράδοτο»)
5. αυτός που δεν τον παρέδωσαν με κατάρες, στον διάβολο κ.λπ., ο αβλαστήμητος.