απαρκτίας
From LSJ
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
ἀπαρκτίας κ. ἀπαρκίας, ο (Α)
βόρειος άνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + άρκτος «βορράς» (πρβλ. άρκτιος «βορεινός»].