αποτίμηση
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
Greek Monolingual
η (AM ἀποτίμησις)
νεοελλ.
υπολογισμός και καθορισμός της αξίας ενός πράγματος, εκτίμηση
αρχ.-μσν.
αξία, αντίτιμο
αρχ.
1. ενεχυριασμός περιουσίας, υποθήκευση
2. απογραφή πληθυσμού.