αποψύχω

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698

Greek Monolingual

(AM ἀποψύχω)
1. ψύχω εντελώς, καθιστώ κάτι πολύ ψυχρό
νεοελλ.
1. αφαιρώ την ψύξη, ξεπαγώνω
2. πεθαίνω
μσν.- νεοελλ.
(-ομαι) αναπαύομαι, ξεκουράζομαι
αρχ.
1. μου κόβεται η αναπνοή, λιποθυμώ
2. απρόσ. ἀποψύχει
αρχίζει να ψυχραίνει ο καιρός
3. (-ομαι) α) καθίσταμαι ψυχρός
β) στεγνώνω, ξεραίνομαι
γ) τρέμω, έχω ρίγος
δ) γίνομαι ψυχρός και αδιάφορος ως προς κάτι.