Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
ἀργυρένδετος, -ον (Α)
ο δεμένος, ο διακοσμημένος με άργυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + ένδετος < ενδέω (Ι) «προσδένω, στερεώνω»].