αρπακτικότητα
From LSJ
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
Greek Monolingual
και -κότης, η
η τάση και η ικανότητα για αρπαγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρπακτικός. Η λ. αρπακτικότης μαρτυρείται από το 1881 από τον Ευθύμιο Καστόρχη στην εφημερίδα Αθήvαιov].