πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων → from men of the east or of the west
και -κότης, ηη τάση και η ικανότητα για αρπαγή.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρπακτικός. Η λ. αρπακτικότης μαρτυρείται από το 1881 από τον Ευθύμιο Καστόρχη στην εφημερίδα Αθήvαιov].