αρχαιότητα
From LSJ
Greek Monolingual
η (Α ἀρχαιότης, [-ότητος]) αρχαίος
νεοελλ.
1. οι αρχαίοι χρόνοι και κυρίως οι κλασικοί
2. η προτεραιότητα σε διορισμό ή προαγωγή υπαλλήλων
3. πληθ. τα μνημεία της τέχνης του αρχαίου πολιτισμού
αρχ.
1. ο αρχαιοπρεπής τρόπος ή χαρακτήρας
2. η απλοϊκότητα, η ανοησία.