ατιμία

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀτιμία, Α και ἀτιμίη, ιων. τ.) άτιμος
ντροπή, εξευτελισμός
μσν.- νεοελλ.
1. προσβολή
2. άτιμη, επονείδιστη πράξη
νεοελλ.
άτιμος άνθρωπος, εξαιρετικά ανέντιμος
μσν.
1. μείωση της προσωπικότητας κάποιου
2. προσβλητικά λόγια
αρχ.
1. στέρηση της τιμής και της υπόληψης
2. στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων
3. στέρηση προνομίων
4. ασέβεια προς τους θεούς
5. φρ. α) «κόμης ἀτιμία» — τρισάθλια μαλλιά
β) «ἐσθημάτων ἀτιμία» — πανάθλια ρούχα.