αφαυρός
From LSJ
ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.
Greek Monolingual
ἀφαυρός, -ά, -όν (Α)
1. ανίσχυρος, αδύνατος, αδύναμος, ασθενικός (συνήθως στον συγκριτικό και υπερθετικό βαθμό)
2. (για τροφές) λιγότερο, πολύ λίγο θρεπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Υποστηρίζεται ότι ο σχηματισμός της λ. αφαυρός οφείλεται σε συμφυρμό του αμαυρός και μιας σημασιολογικά συγγενούς λέξεως (πιθ. φαύλος ή φλαύρος). Κατ' άλλη άποψη, ο τ. συνδέεται πιθ. με τα πιφαύσκω, φάος.