Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀχίλλειος

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22

German (Pape)

[Seite 418] u. ἀχιλληΐς, ίδος, ἡ, eine edle Gerstenart, Hippocr.; Ath. III, 114 e; Theophr.; τὸ ἀχίλλειον, eine Art Brot davon, Ar. Equ. 816; μᾶζα Phereer. Ath. VI, 269 d.

Greek Monolingual

-ο (AM Ἀχίλλειος, -α, -ον, Α και Ἀχιλλέϊος και Ἀχιλλήιος, -α, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Αχιλλέα
2. το ουδ. ως ουσ. ονομασία διαφόρων χωρίων και περιοχών της Ελλάδας
νεοελλ.
1. φρ. «αχίλλειος πτέρνα» — το τρωτό σημείο κάποιου
2. το ουδ. ως ουσ. το Αχίλλειο
ονομαστό ανάκτορο της Κέρκυρας, που χτίστηκε το 1891 από τον Ιταλό αρχιτέκτονα Καρίτο, με δαπάνες της αυτοκράτειρας της Αυστρίας Ελισάβετ
αρχ.
φρ.
1. «ἀχιλλεία κριθὴ» και «ἀχιλληίδες κριθαί» — εκλεκτή ποιότητα κριθαριού
2. «ἀχίλλειοι μᾱζαι» — πλακούντες, γλυκίσματα από εκλεκτό κριθάρι
3. «ἀχίλλειος σπόγγος» — εκλεκτό είδος σπόγγου που το χρησιμοποιούσαν για εσωτερική επένδυση σε περικεφαλαίες, περικνημίδες κ.λπ.