βαθύφωνος
From LSJ
ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city
English (LSJ)
ον,
A of deep, i.e. hollow, voice, LXX Is.33.19.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰθύφωνος: -ον, ὁ ἔχων βαθεῖαν, βαθεῖαν, δυσκατάληπτον φωνήν, Ἑβδ., ἀμφιβ. ἀντὶ βαρύ-.
Spanish (DGE)
-ον
de voz profunda neutr. como adv. -ον con voz profunda ᾔδει βαθύφωνον LXX Is.33.19.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α βαθύφωνος, -ον)
όποιος έχει βαθιά, χαμηλή φωνή
νεοελλ.
ο μπάσος, αυτός που έχει τη βαθύτερη περιοχή των αντρικών φωνών.