βαυκάλιον

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαυκᾰλιον Medium diacritics: βαυκάλιον Low diacritics: βαυκάλιον Capitals: ΒΑΥΚΑΛΙΟΝ
Transliteration A: baukálion Transliteration B: baukalion Transliteration C: vafkalion Beta Code: bauka/lion

English (LSJ)

τό,

   A narrow-necked vessel, that gurgles when water is poured in or out, POxy.936.6 (iii A. D.), Olymp. in Mete.93.6: pl., Alex.Aphr.Pr.1.94 (καυκ- codd.).

German (Pape)

[Seite 439] τό, ein enghalsiges Gefäß, das beim Ausgießen einen gluchsenden Ton giebt, Sp.; vgl. καυκάλον.

Greek (Liddell-Scott)

βαυκάλιον: ἢ καυκάλιον, τό, στενόλαιμον ἀγγεῖον, ὅπερ πληρούμενον ὕδατος ἢ κενούμενον παρεῖχεν ἦχόν τινα, μεταγεν. ἀναφερόμενον ὑπὸ τοῦ Δουκαγγίου.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 bocal, jarro, POxy.3061.5 (I d.C.), Alex.Aphr.Pr.1.94, POxy.936.6 (III d.C.), 1913.49 (VI d.C.), Pall.HLaus.18, Olymp.in Mete.93.6.
2 medida de capacidad que contenía 3000 ladrillos POxy.2055.42, 2197.3 (VI d.C.).

• Etimología: Seguramente rel. c. βαυκαλάω en virtud del ruido que se produce al beber.

Greek Monolingual

βαυκάλιον και καυκάλιον, το (AM)
μικρή πήλινη ή γυάλινη στάμνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για τ. αιγυπτιακής προελεύσεως, ενώ κατ' άλλους τα βαυκάλιον και βαύκαλις υποκατέστησαν στην καθημερινή γλώσσα τη λ. ψυκτήρ και προέρχονται από το βαυκαλώ. Ο τ. καυκάλιον ή αναλογικά προς το βαυκάλιον ή από το βαυκάλιον με αφομοίωση ή, τέλος, μπορεί να προήλθε από λάθος της μικρογράμματης γραφής].