βαστάγι
From LSJ
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
Greek Monolingual
και βαστάι, το (Μ βαστάγιν)
1. σκοινί ή αλυσίδα από την οποία κρέμεται το καντήλι
2. σκοινί με το οποίο δένεται και εξαρτάται, κρέμεται κάτι
νεοελλ.
1. ο κρίκος από τον οποίο κρέμεται το κουδούνι από το περιλαίμιο του ζώου
2. ο τοίχος γύρω από το αλώνι
3. φράχτης
4. ο μίσχος των καρπών και των φύλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. βαστάγι < μσν. βαστάγιν, υποκορ. του μτγν. βασταγή.