βλαστητικός

From LSJ
Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλαστητικός Medium diacritics: βλαστητικός Low diacritics: βλαστητικός Capitals: ΒΛΑΣΤΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: blastētikós Transliteration B: blastētikos Transliteration C: vlastitikos Beta Code: blasthtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A in active growth, sprouting, Id.CP1.11.4; β. ὧραι sprouting season, Id.Od.63.

German (Pape)

[Seite 448] zum Keimen tüchtig, leicht keimend, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

βλαστητικός: -ή, -όν, ἔχων τάσιν πρὸς βλάστησιν, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 1. 11, 4.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que está a punto de brotar Thphr.CP 1.11.4.
2 de la germinación ὧραι Thphr.Od.63.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM βλαστητικός, -ή, -ό) βλάστησις
ο σχετικός με τη βλάστηση
νεοελλ.
αυτός που εξασφαλίζει τη διατήρηση της ζωής, την αύξηση και τον πολλαπλασιασμό
αρχ.
εκείνος που έχει τάση για βλάστηση.