βούλιαγμα
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
Greek Monolingual
το
1. καταβύθιση, καταποντισμός
2. καθίζηση, κατάρρευση
3. λάκκος, βαθούλωμα
4. ηθική ή οικονομική καταστροφή.