φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
το
1. συλλογή δειγμάτων από εμπορεύματά για επίδειξη στους αγοραστές
2. ακατάστατη παράθεση αταίριαστων αντικειμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δείγμα (-ατος) + -λόγιο < -λόγος < λέγω «συλλέγω» (πρβλ. ευχολόγιο, λεξιλόγιο)].