οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
(AM διαγελῶ, -άω)
1. εμπαίζω, περιπαίζω, χλευάζω
2. υπομειδιώ, χαμογελώ
(αρχ.-μσν) (για την ημέρα) γλυκοχαράζει
αρχ.
1. (για καιρό) είμαι αίθριος
2. (για θάλασσα) είμαι γαλήνιος.