οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
(Α διακυμαίνω)νεοελλ.αυξομειώνομαι, ανεβοκατεβαίνωαρχ.1. σηκώνω κύματα2. εξεγείρω.