διαπειράζω
From LSJ
Φεῦγ' ἡδονὴν φέρουσαν ὕστερον βλάβην → Procul voluptas sit ea, quam excipit dolor → Lass nicht auf Lust dich ein, die später Schaden bringt
English (LSJ)
A tempt, make trial of, τινά LXX 3 Ma. 5.40. II attempt, try, c. inf., J.AJ15.4.2.
Greek (Liddell-Scott)
διαπειράζω: δοκιμάζω, τινὰ Ἑβδ. (3 Μακκ. ε', 40). ΙΙ. κάμνω ἀπόπειραν, δοκιμάζω, μετ᾿ ἀπαρ., Ἰώσηππ. Ι. Ἀρχ. 15. 4, 2.
Spanish (DGE)
1 poner a prueba ἡμᾶς LXX 3Ma.5.40, en or. c. εἰ: ἔστησεν αὐτὴν ... χαμαί, διαπειρᾶσαι εἰ ἵσταται la puso en el suelo para probar si se tenía de pie, Proteu.6.1
•tentar σφῆλαι ... τινὰς ἀπίστους Thdt.HE 5.10.3.
2 intentar διεπείραζεν εἰς συνουσίαν ἐλθεῖν τῷ βασιλεῖ (Cleopatra) intentó acostarse con el rey (Herodes), I.AI 15.97.
Greek Monolingual
διαπειράζω (Α) πειράζω
1. δοκιμάζω
2. επιχειρώ, κάνω απόπειρα.