διαστημόμετρο

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναιsorrow is that which hinders motion

Source

Greek Monolingual

το
1. μετρολ. μικρός σιδερένιος κανόνας για τη μέτρηση μικρών μηκών
2. ναυτ. όργανο που χρησιμοποιείται στα πολεμικά πλοία για τη μέτρηση της απόστασης του στόχου
3. (σχέδ.) όργανο σε σχήμα διαβήτη για τη μέτρηση αποστάσεων κατά τη σχεδίαση ή χάραξη γραμμών
4. (τυπογρ.) σιδερένιος κανόνας για τη μέτρηση του πλάτους τών σελίδων βιβλίου.