διαστημόμετρο
From LSJ
Greek Monolingual
το
1. μετρολ. μικρός σιδερένιος κανόνας για τη μέτρηση μικρών μηκών
2. ναυτ. όργανο που χρησιμοποιείται στα πολεμικά πλοία για τη μέτρηση της απόστασης του στόχου
3. (σχέδ.) όργανο σε σχήμα διαβήτη για τη μέτρηση αποστάσεων κατά τη σχεδίαση ή χάραξη γραμμών
4. (τυπογρ.) σιδερένιος κανόνας για τη μέτρηση του πλάτους τών σελίδων βιβλίου.