διπλωματία
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
Greek Monolingual
η
1. το έργο, η ιδιότητα του διπλωμάτη
2. η ικανότητα στη διαχείριση τών εξωτερικών υποθέσεων ενός κράτους
3. το σύνολο προσώπων και υπηρεσιών που ασχολούνται με τις εξωτερικές υποθέσεις μιας χώρας
4. η ικανότητα για συνεννοήσεις και συναλλαγές
5. ανειλικρίνεια, κρυψίνοια, διπροσωπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. diplomatic. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Αγγέλου Βλάχου].