δοχείο

From LSJ
Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source

Greek Monolingual

το (AM δοχεῑον
Α και δοχήιον) δέχομαι
σκεύος όπου τοποθετούνται ρευστές κυρίως ουσίες, αγγείο
μσν.- νεοελλ.
αποθήκη τροφίμων σε μοναστήρι
νεοελλ.
1. ουροδοχείο, αγγείο
2. «δοχείο πάσης ρυπαρότητος» — κακοηθέστατος, λέρα, καθίκι
μσν.
1. χτιστός λάκκος όπου χύνεται ο μούστος από το πατητήρι
2. ξενώνας μοναστηριού.