δρακόντιο
From LSJ
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
Greek Monolingual
και δρακόντι, το (Α δρακόντιον)
1. ζωολ. παρασιτικός νηματώδης σκώληκας που προκαλεί στον άνθρωπο την ασθένεια δρακοντίαση
2. βοτ. δρακοντιά
3. είδος ψαριού, δρακόνι
4. φρ. ως επίθ. «δρακόντιο αίμα» — κόκκινη βαφή, κιννάβαρι
αρχ.
1. το υποκορ. του δράκος
2. τα δρακόντια
είδος σύκων.