οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
το (Μ δυνάμωμα) δυναμώνω1. το να δυναμώνει κάποιος ή κάτι, ισχυροποίηση, ενίσχυση2. αύξηση, ένταση.