εγκαταλείπω

From LSJ
Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source

Greek Monolingual

(AM ἐγκαταλείπω)
1. αφήνω κάποιον ή κάτι εντελώς, παρατώ
2. αφήνω κάποιον αβοήθητο ή απροστάτευτο σε δύσκολη στιγμή («Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλιπες; ΚΔ)
3. αφήνω παρά το καθήκον, άστοργα (α. «ἐγκατέλειψε τα παιδιά του, το χωράφι του»)
4. παραιτούμαι από σκέψη ή συναίσθημα (α. «εγκατέλειψε τους στόχους του» β. «οὐδ' ἐγκατέλιπον τὰς ἐν αὐτοῑς ἐλπίδας», Πολύβ.)
μσν.
1. παύω
2. κληροδοτώ
3. (μέσ. για αριθμητική πράξη) απομένω
αρχ.
1. παθ. μένω πίσω
2. ιατρ. αφήνω συμπτώματα.