εκλογέας
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
Greek Monolingual
και εκλογεύς, ο, η (Α ἐκλογεύς)
νεοελλ.
πολίτης που έχει το δικαίωμα ψήφου
αρχ.
εισπράκτορας φόρων.