εκποίηση

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐκποίησις)
πώληση
νεοελλ.
πώληση όλου του εμπορεύματος, ξεπούλημα
αρχ.
1. αποσπερματισμός
2. παράδοση παιδιού σε κάποιον για υιοθεσία
3. αποπεράτωση οικοδομήματος.