ελεώ

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

Greek Monolingual

(-έω) (AM ἐλεῶ)
1. αισθάνομαι έλεος, συμπόνια για κάποιον
2. δίνω ελεημοσύνη ή βοήθεια σ' όσους έχουν ανάγκη
3. φρ. «Κύριε ἐλέησον»
Κύριε, σπλαχνίσου μας, χάρισέ μας το έλεός σου
μσν.- νεοελλ.
(το θηλ. μτχ. ως ουσ.) ἡ Ἐλεοῡσα
προσωνυμία της Θεοτόκου
νεοελλ.
φρ. «Κύριε ελέησον» — για δήλωση απορίας, έκπληξης κ.λπ.