εμπυρεύω

From LSJ
Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source

Greek Monolingual

ἐμπυρεύω)
νεοελλ.
εμπυρευματίζω
αρχ.
1. καίω, πυρπολώ
2. μέσ. ἐμπυρεύομαι
ανάβω, παίρνω φωτιά
3. μέσ. φωτίζω, φέγγω
4. καταφλέγω, κατακαίω
5. ανάβω στο σώμα («ἐμπυρεύειν θερμότητα», Αριστοτ.)
6. ψήνω πάνω στη φωτιά, φρύγω («τήν τε φηγόν ἐμπυρεύων» — ψήνοντας στη φωτιά το βαλανίδι, Αριστοτ.)