ἐμπυρεύω

From LSJ

τὰ τῆς γενέσεως εὐτελῆ σπάργανα → a mean origin, the cheap swaddling-cloth of his birth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπυρεύω Medium diacritics: ἐμπυρεύω Low diacritics: εμπυρεύω Capitals: ΕΜΠΥΡΕΥΩ
Transliteration A: empyreúō Transliteration B: empyreuō Transliteration C: empyreyo Beta Code: e)mpureu/w

English (LSJ)

A set on fire, Ar.Lys.372:—Med., catch fire, Thphr. HP 5.9.6; light a fire, Philostr. Im.2.24:—Pass., Arist.PA649a26.
2 set aglow, τὴν ψυχὴν ἐμπεπύρευκεν Id.Resp.474b13, cf. Juv.469b16 (Pass.).
II kindle in the body, θερμότητα Id.GA739b10.
III roast in or on the fire, φηγόν Ar.Pax1137.

Spanish (DGE)

(ἐμπῠρεύω) 1 poner al fuego o a la brasa, asar τὴν φηγόν Ar.Pax 1137, cóm. c. ac. de pers. τί δ' αὖ σὺ πῦρ ... ἔχων; ὡς σαυτὸν ἐμπυρεύσων; Ar.Lys.372, en v. pas. τὸ ἐμπεπυρεῦσθαι haber estado a merced del fuego Arist.PA 649a26
fig. encender, suscitar, inflamar θερμότητα Arist.GA 739b10, ἡ φύσις ἐμπεπύρευκεν αὐτήν (τὴν ψυχήν) Arist.Iuu.474b13, en v. pas. τῆς ψυχῆς ... ἐμπεπυρευμένης Arist.Iuu.469b16.
2 en v. med. ponerse incandescente, hacerse brasas ἐμπυρεύεσθαι δὲ ἄριστα συκῆ καὶ ἐλαία Thphr.HP 5.9.6, ἀγαθοὶ δὲ ἐμπυρεύσασθαι καὶ οἱ λίθοι Philostr.Im.2.24.

German (Pape)

[Seite 818] ent-, anzünden; τὴν φηγόν Ar. Pax 1137; τὶ ἔν τινι, Arist. respir. 8 gener. anim. 2, 4 u. a. Sp. – Med., Feuer anmachen, Theophr., B. A. 39 erkl. ἐγκρύπτειν πῦρ, s. d. Vorige.

French (Bailly abrégé)

1 mettre sur le feu ; faire rôtir dans ou sur;
2 enflammer;
Moy. ἐμπυρεύομαι faire du feu, consumer.
Étymologie: ἐν, πυρεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπῠρεύω:
1 ставить на огонь, жарить, поджаривать (τι Arph.);
2 разжигать, воспламенять (θερμότητα, перен. ψυχήν Arst.): τὸ ἐμπεπυρευμένον θερμόν Arst. тлеющий жар.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπῠρεύω: πυρπολῶ, καίω, Ἀριστοφ. Λυσ. 372. - Μέσ., «παίρνω φωτιά», ἀνάπτω, Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 5. 9, 6, Φιλόστ. 849. 2) καταφλέγω, τὴν ψυχὴν Ἀριστ. περὶ Ἀναπν. 8, 4, πρβλ. Νεότ. 4, 5. ΙΙ. ἀνάπτω ἐν τῷ σώματι, παράγω, θερμότητα ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 2. 4, 27, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 2. 2, 24., 2. 8, 5. ΙΙΙ. ὀπτῶ, κοινῶς «ψήνω» ἐπὶ τοῦ πυρός, φρύγω, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1137.

Greek Monolingual

ἐμπυρεύω)
νεοελλ.
εμπυρευματίζω
αρχ.
1. καίω, πυρπολώ
2. μέσ. ἐμπυρεύομαι
ανάβω, παίρνω φωτιά
3. μέσ. φωτίζω, φέγγω
4. καταφλέγω, κατακαίω
5. ανάβω στο σώμα («ἐμπυρεύειν θερμότητα», Αριστοτ.)
6. ψήνω πάνω στη φωτιά, φρύγω («τήν τε φηγόν ἐμπυρεύων» — ψήνοντας στη φωτιά το βαλανίδι, Αριστοτ.)

Greek Monotonic

ἐμπῠρεύω: (ἐν), πυρπολώ ή καίω, ψήνω κάτι, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

[ἐν]
to roast in or on the fire, Ar.