ἐνδελεχισμός
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
ὁ,
A = ἐνδελέχεια, persistence, Philum. ap. Orib.45.29.21; θυμίαμα -ισμοῦ perpetual incense, LXXEx.30.8; esp. of daily sacrifices, ib.29.38, al. (-ιστόν is f.l. in Thd.Da.11.31), cf. J.AJ11.4.1 (pl.).
German (Pape)
[Seite 832] ὁ, ununterbrochene Fortsetzung, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδελεχισμός: ὁ, = ἐνδελέχεια, Ἑβδ. (Ἔξοδ. Λ΄, 8, ΚΘ΄, 38, κτλ.), πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 4, 1.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 continuidad, persistencia ὁ ἐ. αὐτοῦ (ψευδοῦς) LXX Si.7.13, πάντα δ' ἐνδελεχισμῷ περιγίνεται τῆς θεραπείας Philum. en Orib.45.29.22.
2 en el ritual jud. sacrificio perpetuo, hebr. tamîd θυμίαμα ἐνδελεχισμοῦ διὰ παντὸς ἔναντι κυρίου LXX Ex.30.8, κάρπωμα ἐνδελεχισμοῦ LXX Ex.29.38, cf. 2Es.3.5, ὁ ἐ. τῶν καθ' ἡμέραν ἐναγισμῶν el sacrificio perpetuo de las ofrendas diarias I.BI 1.32, cf. 6.94.
Greek Monolingual
ἐνδελεχισμός, ο (Α)
η ενδελέχεια.