ἐνεδρευτής

From LSJ
Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνεδρευτής Medium diacritics: ἐνεδρευτής Low diacritics: ενεδρευτής Capitals: ΕΝΕΔΡΕΥΤΗΣ
Transliteration A: enedreutḗs Transliteration B: enedreutēs Transliteration C: enedreftis Beta Code: e)nedreuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A ensnarer, plotter, Sm.1 Ki.22.8, Ptol.Tetr.159.

German (Pape)

[Seite 836] ὁ, der Nachsteller, der im Hinterhalt liegt, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνεδρευτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐνεδρεύων, παγιδεύων, κακὰ μηχανώμενος, δόλιος, Σύμμ. Βασιλ. Α΄, ΚΒ΄, 8, Πτολεμ. Τετράβ. 159 κλ.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 agazapado, emboscado subst. οἱ ἐνεδρευταί tropa preparada para las emboscadas, grupo de hombres emboscados οὐκ ἀγνοεῖς ... τίς ὁ κατάσκοπος, τίνες οἱ ἐνεδρευταί, τίνες οἱ σφενδονῆται Gr.Nyss.Hom.in Eccl.429.13, ἐνεδρευταὶ καὶ λῃσταὶ γῆν διενοχλοῦσι καὶ θάλασσαν Gr.Nyss.Usur.206.3, cf. glos. a λοχίτης, a ὁδοιδόκος, a ὁδουρός Hsch., glos. a κακοῦργοι Sud.
enemigo Sm.1Re.22.8.
2 intrigante, insidioso ποιεῖ ... φιλοθορύβους, δολίους, ἐνεδρευτάς Ptol.Tetr.3.14.14, cf. Vett.Val.388.10, Heph.Astr.2.15.12
persona que tiende trampas, acechador c. gen. ὦ πρεσβύται μιαροὶ ... σωφροσύνης ἐνεδρευταί Ast.Am.Hom.6.3.2.

Greek Monolingual

ο (AM ἐνεδρευτής)
αυτός που ενεδρεύει, που μετέχει σε ενέδραενεδρευτής στρατιώτης»)
νεοελλ.
γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας τών καραβιιδών.