εννύχιος

From LSJ
Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source

Greek Monolingual

ἐννύχιος, -α, -ον και ἐννύχιος, -ον (Α) νύχιος
1. νυκτερινός, κατά τη νύχτα, σε νυχτερινή ώρα («ἐννύχιος προμολών», Ομ. Ιλ.)
2. ο περικυκλωμένος από σκοτάδι, σκοτεινός, ζοφερός («ἐννυχίαισι φροντίσι», Αριστοφ.)
3. φρ. «ἄναξ ἐννυχίων» — ο βασιλιάς τών νεκρών, που κατοικούν στις χώρες της Νύχτας («ἐννυχίων ἄναξ Ἀϊδωνεῡ», Σοφ.)
4. (κατά τον Ησύχ.) «ἐννύχιον κρύπτεις, σκοτεινῶς καὶ δολίως, τινὲς δὲ ἐμμύχιον, ἐν τῷ μυχῷ».