εξιλέωση
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
Greek Monolingual
η (AM ἐξιλέωσις) εξιλεώνω
1. εξευμενισμός, καταπράυνση
2. εξαγνισμός, άφεση παραπτώματος.