εξοικονομώ
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
Greek Monolingual
(AM ἐξοικονομῶ, -έω)
νεοελλ.
1. εξασφαλίζω τα αναγκαία για κάθε περίπτωση
2. διευκολύνω, βοηθώ κάποιον
αρχ.
1. αφήνω στην άκρη, αποθηκεύω
2. απαλλοτριώνω, πουλώ
3. πραγματεύομαι ένα θέμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οικο-νομώ (< οικονόμος)].