Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
(AM ἐξοστρακίζω)1. απομακρύνω, εκτοπίζω κάποιον από τη χώρα2. εξοβελίζω, διαγράφω.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οστρακίζω].