εξοχικός

From LSJ
Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich

Menander, Monostichoi, 176

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που βρίσκεται στην εξοχή («εξοχικό σπίτι»)
2. αυτός που γίνεται στην εξοχή («εξοχικό γλέντι»)
3. το ουδ. ως ουσ. το εξοχικό
α) σπίτι στην εξοχή (συνήθως δεύτερη κατοικία)
β) φαγητό ή ποικιλία φαγητού που συνηθίζεται σε εστιατόρια της εξοχής.