επίπλωση

From LSJ
Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source

Greek Monolingual

η
1. εφοδιασμός ενός χώρου (δωματίου, σπιτιού, γραφείου κ.λπ.) με έπιπλα
2. το σύνολο τών επίπλων ενός οικήματος και ο τρόπος τοποθετήσεώς τους
(«πλούσια, καλλιτεχνική επίπλωση» κ.λπ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. ameublement). Η λ. στον λόγιο τ. επίπλωσις μαρτυρείται από το 1883 στον Στέφ. Κουμανούδη].