επισχερώ

From LSJ
Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated

Source

Greek Monolingual

ἐπισχερώ (Α)
(ποιητ. επίρρ.)
1. σε μια σειρά, αλλεπάλληλα, ο ένας μετά τον άλλο («ἀκτὴν εἰσανέβαινον ἐπισχερώ», Ομ. Ιλ.)
2. (με χρον. σημ.) διαδοχικά, αμέσως κατόπιν («τρὶς ἐπισχερώ», Σιμων.)
3. σιγά σιγά, βαθμηδόν («ἀπὸ κροτάφων πελόμεσθα πάντες γηραλέοι καὶ ἐπισχερώ ἐς γένυν ἕρπει λευκαίνων ὁ χρόνος», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σχερώ (< σχερός «σε μια σειρά»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ενσχερώ, ισχερώ). Το επίρρ. προέρχεται πιθ. από τη δοτ. εν. του επιθέτου (επί σχερῴ)].