επίστομα

From LSJ
Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source

Greek Monolingual

(I)
και απίστομα και πίστομα (Μ ἐπίστομα) στόμα
επίρρ. με το στόμα προς το έδαφος, μπρούμυτα.———————— (II)
το
1. το μπροστινό τμήμα της κεφαλής τών εντόμων ανάμεσα στο άνω χείλος και στο μέτωπο
2. μικρή κινητή γλώσσα τών βρυοζώων.